- κορυφαίος
- αία, ο[ν] 1.1) находящийся на вершине, кульминационный; 2) ведущий, главный, первый (о человеке); 2. (ο ) корифей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Κορυφαῖος — head man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφαῖος — head man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφαίος — Ο επικεφαλής του Χορού στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο οποίος κανόνιζε τις μελωδίες και τον ρυθμό των χορικών ασμάτων. Ονομαζόταν επίσης μέσος αριστερού ή τρίτος αριστερού, επειδή τον Χορό αποτελούσαν πέντε πρόσωπα και εκείνος καθόταν στη μέση,… … Dictionary of Greek
κορυφαίος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή. 2. ο ανώτατος όλων: Ήταν επιστήμονας από τους κορυφαίους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κορυφαιοτάτων — Κορυφαῖος head man fem gen superl pl Κορυφαῖος head man masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφαιότατα — Κορυφαῖος head man adverbial superl Κορυφαῖος head man neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφαιότατον — Κορυφαῖος head man masc acc superl sg Κορυφαῖος head man neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφαῖον — Κορυφαῖος head man masc acc sg Κορυφαῖος head man neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφαίω — Κορυφαῖος head man masc/neut nom/voc/acc dual Κορυφαῖος head man masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφαίων — Κορυφαῖος head man fem gen pl Κορυφαῖος head man masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφαιοτάτη — Κορυφαῖος head man fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)